- ολκιον...
- ὅλκιον...ὀλκίον, ὅλκιοντό1) сосуд, ваза Men., Polyb., Plut.2) килевой брус или руль Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
όλκιον — ὅλκιον, τὸ (Α) βλ. ολκείον … Dictionary of Greek
ὁλκία — ὁλκίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκίων — ὁλκίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολκείον — ὁλκεῑον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) [ολκή] 1. το οπίσθιο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου 2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια … Dictionary of Greek